απολύμανση

απολύμανση
désinfection

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… …   Dictionary of Greek

  • απολυμαντικός — ή, ό 1. σχετικός με την απολύμανση 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα απολυμαντικά χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για απολύμανση …   Dictionary of Greek

  • αποστείρωση — Διαδικασία που απαλλάσσει ένα άτομο ή ένα αντικείμενο από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Η α. χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία, την ιατρική, τη φαρμακευτική και στις βιομηχανίες τροφίμων για την καταστροφή των μικροοργανισμών. Με την α …   Dictionary of Greek

  • κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • απολυμαντήριος — ια, ιο 1. απολυμαντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απολυμαντήριο ο θάλαμος απολύμανσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολύμανση. Η λ. μαρτυρείται ως ουσιαστικό από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • απολυμαντής — ο αυτός που κάνει απολύμανση …   Dictionary of Greek

  • δαυλίτης — Ασθένεια των σιτηρών, η οποία προκαλείται από έναν βασιδιομύκητα (τιλέτια του σίτου)και είναι μία από τις πιο βλαβερές για το σιτάρι. Η μόλυνση γίνεται τη στιγμή της βλάστησης του σπόρου, από τα χλαμυδοσπόρια του μύκητα, που βρίσκονται πάνω στον… …   Dictionary of Greek

  • διαθείωση — η [διαθειώ] η απολύμανση ενός χώρου με τη χρησιμοποίηση θείου (=θειάφης) …   Dictionary of Greek

  • θείωση — η 1. πασπάλισμα φυτών με σκόνη θείου, θειάφισμα 2. καύση διοξειδίου τού θείου είτε για την απολύμανση τών οινοδοχείων και για την απαλλαγή τού γλεύκους από τους βλαβερούς μικροοργανισμούς είτε ως αποχρωματιστικό και ως αντιοξειδωτικό 3. χημ.… …   Dictionary of Greek

  • θειάφισμα — το [θειαφίζω] 1. το πασπάλισμα τών υπέργειων τμημάτων τών καλλιεργούμενων φυτών με θείο (θειάφι) ή με μίγμα σκόνης θείου και θειικού χαλκού για την πρόληψη ή την καταπολέμηση ορισμένων μυκητολογικών ασθενειών 2. απολύμανση με καπνό θειαφιού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”